Δεν ξέρω πότε θα έχω χρόνο να γράψω, αλλά μια που τώρα είμαι στη βαριά μου τη κατάθλα και πονάει και η μέση μου γιατί το δωμάτιο είναι κρύο και υγρό – περιμένω τον ντίλερ του θερμοπομπού να με πάρει τηλέφωνο – είπα να αδράξω την ευκαιρία να σας πω τον πόνο μου. Ένας πόνος που επαναλαμβάνεται με τα χρόνια. Που λέτε, γνώρισα μια κοπελιά. Όμορφη και δροσερή σα τα ψηλά βουνά. Άλλο να στο λέω και άλλο να τη βλέπεις. Ντουβρουτζάς μου ήρθε, για να το πω κάπως επιστημονικά. Ε, με παράτησε. Οποία πρωτοτυπία. Και φυσικά κλαίω και οδύρομαι και αναρωτιέμαι αν υπάρχει κανένα νόημα να συνεχίζω τη ζωή μου όπως πριν, ή να παρατήσω τα εγκόσμια και να πάω να κλειστώ σε μοναστήρι.
Η σκέψη της αξύριστης μοναχιάς με το τσιγκελωτό μουστάκι όμως, μου κάνει κάπως αδελφάκι μου. Άσε που με αγριεύουνε τα μαύρα. Κάποτε διατηρούσα σεξουαλικές επαφές με μια γυναίκα, που τις φοβούταν τις μοναχές και τους μοναχούς, δεν ξέρω γιατί αλλά σκιαζόταν σύγκορμη. Μπορεί ο φόβος να είναι μεταδοτικός. Σα το χαμόγελο του Μικρούτσικου. Η Νάντια μου είπε να είμαι καλά. Να δηλώσω καλά και να είμαι κάθε μέρα καλά. Γιατί λέει αν δεν είμαι καλά, είμαι αχάριστη. Έχει ένα δίκιο δε μπορώ να πω, μπορεί και δύο. Θα αρχίσω με τα κλισέ. Είμαι υγιής, έξυπνη, θα τολμήσω να πω όμορφη γιατί η ομορφιά είναι στα μάτια αυτού που κοιτάει, έχω καλλιέργεια – ο μπαμπάς έχει χωράφια με ελιές – αυτό το υπεργαμιστερότατο χιούμορ που σπάει κόκκαλα και σίδερα μασάει, το μεταπτυχιακό μου, τη δουλειά μου, οικογένεια που με αγαπάει και άλλα πολλά, που δε θα τα αναφέρω να μη ζηλέψετε. Είναι τετριμμένα, το ξέρω. Συνέχεια γράφω για τετριμμένα. Είναι όμως και πραγματικότητα. Φυσικά η πραγματικότητα, όπως είπε και μια φίλη, κατασκευάζεται. Θα συμπληρώσω πως μπορεί να είναι παραπάνω από μία και σίγουρα η δική μας διαφέρει πολύ απ’ του διπλανού ακόμα και όταν φαίνεται να μοιάζει.
Να το πρόβλημα το βασικό. Εκείνο το "άλλα λέει η θεια μου, άλλα ακούν τα αυτιά μου", άλλα βλέπουν τα ματούνια μου, άλλα αγγίζουν τα χερούνια μου, αλλού με παν τα ποδαρούνια μου και χαιρέτα μου τον πλάτανο και Νικολοκαρτέρι. Δεν ξέρω τι κάνω λάθος. Βασικά δε μπορώ να το προσδιορίσω αυτή τη στιγμή. Νομίζω ότι γενικά για να καταλάβουμε το σημείο τομής, εκείνο το λεπτό που έσκασε το πρώτο σκουλήκι στα μαρούλια μας, πρέπει να κοιτάξουμε την κατάσταση από μακριά. Φυσικά η γιαγιά μου, όταν βλέπει βρωμούσες στα κηπευτικά δε χάσκει κοιτάζοντας τον κήπο. Κάθε μέρα κατεβαίνει τα ρουμάνια και με μια χαρτοπετσέτα σκοτώνει τη βρωμούσα μία μία και αυτό είναι πραγματικότητα. Όπως, επίσης, θυμάμαι να μου λέει να μην πηγαίνουμε για ύπνο τσακωμένοι. Εμείς κοιμηθήκαμε τον αιώνιο ύπνο μαλωμένες. Και ρίζωσαν τα βάτα και βγήκανε πολλά σκουλήκια και τον γαμήσανε τον κήπο. Και δε ξέρω που σκατά να βρω ξανά τον ίδιο σπόρο. Και άμα θα βρω το σπόρο, ποιος έχει τη δύναμη να ξεριζώσει τα χαλασμένα, να ξανασκαλίσει, να φυτέψει, να ποτίσει;
Άσε που ο κήπος ως είχε απέδιδε ακόμα. Δεν τον έλεγες και αμάν σάπιο. Κάτι είχε μείνει. Είναι βαριά τα εργαλεία όμως και βρωμήσαν και τα ρούχα μου, το πρόσωπο μου έχει γεμίσει χώματα και τα νύχια μου μαυρίσαν, τρυπήσαν οι σόλες απ’ τα παπούτσια μου και μπαίνει το νερό. Νυχτώνει κιόλας. Αύριο έχω ένα κάρο δουλειές. Πάω να ξεβρωμίσω. Στη μπανιέρα λέω να πνίξω καναδυό κακές στιγμές, να δικαιολογήσω τρία-τέσσερα αδικαιολόγητα και να ξεπλύνω το θυμό μου, όπως κάνουν όλοι οι απελπισμένοι.
vámonos.
Βίκυ
P.s. ή αλλιώς P.M.S