Ο θύτης είμαστε εγώ κι εσύ. Εμείς που καθημερινά βλέπουμε και δε μιλάμε. Εμείς που κοιτάμε τη δουλειά μας. Εμείς που δε μπλεκόμαστε σε ξένες υποθέσεις. Εμείς που κοιτάμε απ’ την άλλη. «Κι εκείνος πια, γιατί πήγαινε γυρεύοντας;» Ο θύτης είμαστε εγώ κι εσύ, που δε ρωτάμε το παιδί αν είναι καλά, που φοβόμαστε την οργή των γονιών. «Θα πάω εγώ τώρα να μπλέξω με την οικογένεια του άλλου;» Ο θύτης είμαστε εγώ κι εσύ. «Αθώες πλάκες κάνανε τα παιδιά, μη τα διώξουμε κι απ’ τη σχολή». Ο θύτης είμαστε εσύ κι εγώ. Που κάνουμε παιδιά και τα νομίζουμε κτήματά μας. Θυμάμαι τον αδελφό μου να ακούει από συγγενείς ότι είναι η συνέχεια του σπιτιού. Πιο μικρή νόμιζα ότι τον αγαπάνε πιο πολύ. Η ηλίθια.
Σταμάτησα το κείμενο που γράφω, πήρα τα αδέλφια μου τηλέφωνο. Πρώτα πήρα το Νίκο. Σπουδάζει στην Κρήτη, ειρωνεία. Ο μικρός είναι άρρωστος. Του είπα ότι τον αγαπάω πολύ και πως όποτε χρειάζεται κάποιον να μιλήσει η αδελφή του είναι εδώ. Μετά πήρα τηλέφωνο την αδελφή μου. Εκεί με πιάσανε τα κλάματα. Δεν ήξερα τι να της πω. Βλέπεις έχω καιρό να της μιλήσω. Δουλειά, σπουδές και η φαμίλια δεδομένη. Να λέτε στους ανθρώπους που αγαπάτε ότι τους αγαπάτε. Να τους παίρνετε τηλέφωνο ακόμα κι αν δεν πρέπει και να τους λέτε ότι τους αγαπάτε κι είστε εδώ. Και να τους προστατεύετε. Να παλεύετε σα τα λιοντάρια για κείνους ακόμα κι αν δε συμφωνείτε με όλα όσα κάνουν, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνετε τι είναι ακριβώς αυτό που τους κάνει να είναι μοναδικοί.
Ο Βαγγέλης είμαστε εσύ κι εγώ. Που μεγαλώσαμε σε περιβάλλον που το διαφορετικό δεν το πάει. Όποιο διαφορετικό. Αλλά διαφορετικό από τι; Όλοι δεν είμαστε διαφορετικοί; Πώς αλλιώς; Τι σκατά φοβάται κανείς τόσο ώστε να οδηγηθεί να κάνει τη ζωή κόλαση κάποιου άλλου. Και τώρα πώς κοιμούνται τα βράδια, ξέροντας ότι το παιδί το δολοφόνησαν; Ποιο κομμάτι της ανθρωπιάς έχασαν και πόσο μεγάλο είναι αυτό το κομμάτι; Οι δάσκαλοι; Πού ήταν οι δάσκαλοι; Και πόση σημασία έχει τελικά να κάνω όλες αυτές κι άλλες τόσες ερωτήσεις κατόπιν δολοφονίας;
Ο Βαγγέλης δεν είμαστε εγώ κι εσύ. Γιατί ο Βαγγέλης είναι νεκρός. Γιατί τον σκοτώσαμε εγώ κι εσύ, που δεν παλέψαμε για αυτόν, όταν τον παρενοχλούσαν σε δημόσιο χώρο, οι αλήτες. Εγώ κι εσύ είμαστε οι θύτες, γιατί αντί να κατεβαίνουμε στους δρόμους και να απαιτούμε δικαιοσύνη, καθόμαστε μπροστά στο λάπτοπ και κοπανάμε πλήκτρα. Θα μπορούσα να είμαι ο Βαγγέλης αν δεν είχα αυτούς τους γονείς. Δεν είναι υπεράνω, ούτε τίποτε ακαδημαϊκοί, ούτε ξυπνήσαμε μια μέρα και τους είπα μαμά μπαμπά είμαι λεσβία, λυσσάξτε τώρα κι εκείνοι έσκισαν τα σουτιέν τους από συγκίνηση. Υπερασπίστηκαν το παιδί τους. Κι εγώ υπερασπίστηκα τους γονείς μου. Είναι κάπως αδέξια τα λόγια μου, αλλά συχωρήστε με, γιατί σας τα είπαν; Το Βαγγέλη τελικά τον έσπρωξαν στην αυτοκτονία. Του έκαναν τη ζωή ανυπόφορη. Ήθελε να σταματήσει να ανασαίνει. Γιατί σε περίπτωση που δεν έχεις καταλάβει τι σημαίνει ότι ο Βαγγέλης αυτοκτόνησε, να σου πω. Σημαίνει ότι πήρε ένα μαχαίρι και έκοψε τις φλέβες του, που σημαίνει ότι δεν ήθελε να ζει, που σημαίνει ότι νίκησε μέχρι και το ένστικτο της επιβίωσης, αν αυτό υπάρχει, που σημαίνει ότι ήταν ολομόναχος, που σημαίνει ότι παιδιά της ηλικίας του τον έπεισαν ότι καλύτερο γι’ αυτόν είναι να μην υπάρχει, που σημαίνει ότι ο Βαγγέλης πήρε ένα μαχαίρι και έκοψε τις φλέβες του.
Ο Βαγγέλης θα μπορούσε να είμαι εγώ. Αν δεν είχα τους γονείς που έχω. Ο θύτης όμως είμαι σίγουρα εγώ που λοξοκοιτώ σε τέτοιες καταστάσεις, που τα προβλήματα μου είναι πιο σημαντικά, που στο κάτω κάτω δεν ανακατεύομαι, που φοβάμαι μη με πουν γραφική. Ο θύτης είμαστε εγώ κι εσύ.
Βίκυ
Σταμάτησα το κείμενο που γράφω, πήρα τα αδέλφια μου τηλέφωνο. Πρώτα πήρα το Νίκο. Σπουδάζει στην Κρήτη, ειρωνεία. Ο μικρός είναι άρρωστος. Του είπα ότι τον αγαπάω πολύ και πως όποτε χρειάζεται κάποιον να μιλήσει η αδελφή του είναι εδώ. Μετά πήρα τηλέφωνο την αδελφή μου. Εκεί με πιάσανε τα κλάματα. Δεν ήξερα τι να της πω. Βλέπεις έχω καιρό να της μιλήσω. Δουλειά, σπουδές και η φαμίλια δεδομένη. Να λέτε στους ανθρώπους που αγαπάτε ότι τους αγαπάτε. Να τους παίρνετε τηλέφωνο ακόμα κι αν δεν πρέπει και να τους λέτε ότι τους αγαπάτε κι είστε εδώ. Και να τους προστατεύετε. Να παλεύετε σα τα λιοντάρια για κείνους ακόμα κι αν δε συμφωνείτε με όλα όσα κάνουν, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνετε τι είναι ακριβώς αυτό που τους κάνει να είναι μοναδικοί.
Ο Βαγγέλης είμαστε εσύ κι εγώ. Που μεγαλώσαμε σε περιβάλλον που το διαφορετικό δεν το πάει. Όποιο διαφορετικό. Αλλά διαφορετικό από τι; Όλοι δεν είμαστε διαφορετικοί; Πώς αλλιώς; Τι σκατά φοβάται κανείς τόσο ώστε να οδηγηθεί να κάνει τη ζωή κόλαση κάποιου άλλου. Και τώρα πώς κοιμούνται τα βράδια, ξέροντας ότι το παιδί το δολοφόνησαν; Ποιο κομμάτι της ανθρωπιάς έχασαν και πόσο μεγάλο είναι αυτό το κομμάτι; Οι δάσκαλοι; Πού ήταν οι δάσκαλοι; Και πόση σημασία έχει τελικά να κάνω όλες αυτές κι άλλες τόσες ερωτήσεις κατόπιν δολοφονίας;
Ο Βαγγέλης δεν είμαστε εγώ κι εσύ. Γιατί ο Βαγγέλης είναι νεκρός. Γιατί τον σκοτώσαμε εγώ κι εσύ, που δεν παλέψαμε για αυτόν, όταν τον παρενοχλούσαν σε δημόσιο χώρο, οι αλήτες. Εγώ κι εσύ είμαστε οι θύτες, γιατί αντί να κατεβαίνουμε στους δρόμους και να απαιτούμε δικαιοσύνη, καθόμαστε μπροστά στο λάπτοπ και κοπανάμε πλήκτρα. Θα μπορούσα να είμαι ο Βαγγέλης αν δεν είχα αυτούς τους γονείς. Δεν είναι υπεράνω, ούτε τίποτε ακαδημαϊκοί, ούτε ξυπνήσαμε μια μέρα και τους είπα μαμά μπαμπά είμαι λεσβία, λυσσάξτε τώρα κι εκείνοι έσκισαν τα σουτιέν τους από συγκίνηση. Υπερασπίστηκαν το παιδί τους. Κι εγώ υπερασπίστηκα τους γονείς μου. Είναι κάπως αδέξια τα λόγια μου, αλλά συχωρήστε με, γιατί σας τα είπαν; Το Βαγγέλη τελικά τον έσπρωξαν στην αυτοκτονία. Του έκαναν τη ζωή ανυπόφορη. Ήθελε να σταματήσει να ανασαίνει. Γιατί σε περίπτωση που δεν έχεις καταλάβει τι σημαίνει ότι ο Βαγγέλης αυτοκτόνησε, να σου πω. Σημαίνει ότι πήρε ένα μαχαίρι και έκοψε τις φλέβες του, που σημαίνει ότι δεν ήθελε να ζει, που σημαίνει ότι νίκησε μέχρι και το ένστικτο της επιβίωσης, αν αυτό υπάρχει, που σημαίνει ότι ήταν ολομόναχος, που σημαίνει ότι παιδιά της ηλικίας του τον έπεισαν ότι καλύτερο γι’ αυτόν είναι να μην υπάρχει, που σημαίνει ότι ο Βαγγέλης πήρε ένα μαχαίρι και έκοψε τις φλέβες του.
Ο Βαγγέλης θα μπορούσε να είμαι εγώ. Αν δεν είχα τους γονείς που έχω. Ο θύτης όμως είμαι σίγουρα εγώ που λοξοκοιτώ σε τέτοιες καταστάσεις, που τα προβλήματα μου είναι πιο σημαντικά, που στο κάτω κάτω δεν ανακατεύομαι, που φοβάμαι μη με πουν γραφική. Ο θύτης είμαστε εγώ κι εσύ.
Βίκυ